ὁρκωμοσία — ὁρκωμοσίᾱ , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc/acc dual ὁρκωμοσίᾱ , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκωμοσία, η — και ορκοδοσία η ένορκη βεβαίωση, το δόσιμο όρκου: Ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορκωμόσια — ὁρκωμόσια, τὰ (Α) [ορκωμότης] 1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε 2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια* 3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με… … Dictionary of Greek
ὁρκωμόσια — asseverations on oath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοσίᾳ — ὁρκωμοσίαι , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc pl ὁρκωμοσίᾱͅ , ὁρκωμοσία swearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοσίας — ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem acc pl ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοσίαι — ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc pl ὁρκωμοσίᾱͅ , ὁρκωμοσία swearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοσίαν — ὁρκωμοσίᾱν , ὁρκωμοσία swearing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοσιῶν — ὁρκωμοσία swearing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοσίαις — ὁρκωμοσία swearing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)